αμιμία

αμιμία
η Ιατρ.
αδυναμία εκτέλεσης μιμικών κινήσεων (χειρονομιών, μορφασμών, νευμάτων για την έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων), η οποία οφείλεται σε βλάβη τής λεγόμενης εξωπυραμιδικής νευρικής κινητικής οδού, όπως συμβαίνει στο σύνδρομο Πάρκινσον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < amimia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής, < α- στερ. + μίμος* + κατάλ. -ία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμιμικός — ή, ό [αμιμία] αυτός που έχει αμιμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”